- αμάγγωτος
- η , ο1) несхваченный; непойманный; 2) не попавшийся в сеть, в капкан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμάγγωτος — η, ο [μαγνώνω] 1. αυτός που δεν μαγγώθηκε, δεν συμπιέστηκε 2. αυτός που δεν πιάστηκε σε παγίδα 3. (ειδικά για κακοποιούς) αυτός που δεν πιάστηκε από τις καταδιωκτικές αρχές … Dictionary of Greek